- κλύση
- η (AM κλύσις) [κλύζω]έγχυση υγρού ή πλύση με κλυστήρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλύσῃ — κλύσηι , κλύσις drenching fem dat sg (epic) κλύζω wash aor subj mid 2nd sg κλύζω wash aor subj act 3rd sg κλύζω wash fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδερμόκλυση — η, Ν ιατρ. υποδόρια έγχυση διαλύματος ισότονου προς τον ορό τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypodermoclyse (< υπ(ο) * + δέρμα + κλύση)] … Dictionary of Greek
φλεβόκλυση — η, Ν ιατρ. ενδοφλέβια έγχυση μεγάλης ποσότητας υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phleboclysis (< φλέβα + κλύση)] … Dictionary of Greek